- βωμολοχώ
- αισχρολογώ: Τον άκουσα να βωμολοχεί σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του πρωθυπουργού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βωμολοχώ — ( έω) (Α βωμολοχῶ) [βωμολόχος] λέω αισχρά αστεία νεοελλ. χρησιμοποιώ αισχρολογίες χωρίς ντροπή αρχ. ζητιανεύω … Dictionary of Greek
βωμολόχῳ — βωμόλοχος one that waited about the altars masc/fem/neut dat sg βωμολόχος masc/fem/neut dat sg βωμολόχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολόχωι — βωμολόχῳ , βωμόλοχος one that waited about the altars masc/fem/neut dat sg βωμολόχῳ , βωμολόχος masc/fem/neut dat sg βωμολόχῳ , βωμολόχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] … Dictionary of Greek
προσβ(ωμ)ολοχεί — Α [βωμολοχῶ] (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς χάριν λέγει» … Dictionary of Greek
σκατολογώ — έω, Ν [σκατολόγος] χρησιμοποιώ στον λόγο μου ή στα γραπτά μου χυδαίες λέξεις και εκφράσεις, βωμολοχώ, χυδαιολογώ … Dictionary of Greek